ξεκωλώνω

ξεκωλώνω
ξεκώλωσα, ξεκωλώθηκα, ξεκωλωμένος
1. μτβ., αφαιρώ, βγάζω τον κώλο, τον πάτο κάποιου.
2. μτφ., κουράζω υπερβολικά, εξαντλώ: Τους ξεκώλωσε τους εργάτες στη δουλειά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεκωλώνω — και ξεκωλιάζω 1. αφαιρώ τον πάτο, τη βάση δοχείου ή σκεύους (α. «τόν ξεκώλωσες τον κουβά» β. «ξεκωλώθηκε το κοφίνι από το βάρος») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) καταπονώ κάποιον υπερβολικά, κουράζω πολύ, ξεπατώνω στη δουλειά («μάς ξεκώλωσε στη… …   Dictionary of Greek

  • ξεκώλωμα — το [ξεκωλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκωλώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεκωλιάζω — βλ. ξεκωλώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεκώλωμα — το ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκωλώνω. 2. μτφ., καταπόνηση, υπερβολική κούραση. 3. μτφ., για άνθρωπο, ο υπερβολικά εργατικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”